- ίβυς
- ἴβυς, -νος ὁ (Α) [ιβύω](κατά τον Ησύχ.) «εὐφημία, στιγμή».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιβύ — ἰβύ (Α) επίρρ. μεγαλοφώνως. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι ονοματοποιία και κατά τον Ησύχ. λυδικής ή ιωνικής προελεύσεως. Ο τ. ιβύ και όσοι συνδέονται με αυτόν (πρβλ. ιβύω, ίβυς) μαρτυρούνται σε γλώσσες τού Ησυχίου και τού Φωτίου, με τρόπο όμως όχι απολύτως … Dictionary of Greek